- ἀκοίμητοι
- ἀκοίμητοςsleeplessmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ακοίμητοι — Μοναχική αδελφότητα στο Βυζάντιο, της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν έτσι επειδή στα κοινόβιά τους τελούσαν τη θεία λειτουργία –χωρισμένοι σε ομίλους– μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή. Ιδρυτής της αδελφότητας, η οποία ήταν τριεθνής και τρίγλωσση… … Dictionary of Greek
Акоймиты — (греч. άκοίμητοι, т. е. бессонные). Так назывались монахи, которые совершали богослужение непрерывно днем и ночью, причем сменяли друг друга, делясь на три отделения (хоры). Основателем их был Александр Сириец, который в начале V века переселился … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Акоймиты — Связать? … Википедия
ACEMETI — melius Acoemeti, Graec. Ακοίμητοι, dicti sunt Graecis Monachi nonnulli Byzantini, eo quod per totam noctem ac diem continuo, in varias clasles divisi, ad canendas divinas laudes occupati sic essent, ut una classis alteri succederet, non… … Hofmann J. Lexicon universale
ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ … Dictionary of Greek
θεοπασχίτες — Χριστιανοί αιρετικοί, οπαδοί του μονοφυσίτη Πέτρου Γναφέα, ο οποίος προσέθεσε στον τρισάγιο ύμνο τη φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς». H φράση αυτή προκάλεσε, για περίπου έναν αιώνα, εκκλησιαστική διαμάχη, που έλαβε επικίνδυνες διαστάσεις, όταν πήραν … Dictionary of Greek
ακοίμητος — ακοίμητος, η, ο και ακοίμιστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί: Όλη τη νύχτα ήταν ακοίμητος. 2. αυτός που αδιάκοπα επιτηρεί κάτι: Ακοίμητοι φρουροί των συνόρων. 3. αυτός που υπάρχει πάντα, που δεν ησυχάζει:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)